- πολιῇσιν
- πολιῇσινπολιάgreyness of hair: fem dat pl (epic ionic )πολιόςgrey: fem dat pl (epic ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
πολιῇσιν — πολιά greyness of hair fem dat pl (epic ionic) πολιός grey fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφρίσσω — ἐπιφρίσσω και αττ. τ. ἐπιφρίττω (AM) [φρίσσω] έχω τραχιά επιφάνεια, γίνομαι τραχύς, ανατριχιάζω («Σειληνούς πολιῇσιν ἐπιφρίσσοντες ἐθείραις», Νόνν.) αρχ. 1. (για θάλασσα) κάνω να κυμαίνεται ελαφρά, να ρυτιδώνεται … Dictionary of Greek